- εὐείκαστος
- εὐείκαστοςeasy to conjecturemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευείκαστος — εὐείκαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίον εύκολα εικάζει κάποιος 2. ικανός να εικάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικαστός (< εικάζω)] … Dictionary of Greek
εὐεικάστους — εὐείκαστος easy to conjecture masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)